wet cut - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

wet cut - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
WET; Wet (disambiguation); Wet (song)

wet cut      

строительное дело

подводная выемка

wet cut      
подводная выемка
cut-glass         
  • Contemporary Czech cut glass in two colours
  • Czech glass-cutter at work
  • Chandelier in the chapel of [[Emmanuel College, Cambridge]], donated in 1732, one of the earliest datable cut glass examples.  The shape follows contemporary brass examples, with glass branches but no "drops"; only the pieces down the stem are cut, mostly with flat facets.<ref>Battie & Cottle, 102</ref>
  • American "brilliant cut" [[punch bowl]] on stand, 1895
  • Montgolfier]]" shape (due to its resemblance to an inverted [[hot air balloon]]),<ref>History</ref> in [[Edinburgh]]
  • Regency]] chandeliers in [[Saltram House]], England
  • [[Waterford Crystal]] factory in 2001
  • engraving]] above, England, late 18th-century
GLASS DECORATED WITH GEOMETRICAL OR REPRESENTATIONAL INCISIONS MADE BY GRINDING AND POLISHING
Cut-glass accent; Cut-glass; Cut crystal

существительное

общая лексика

граненое стекло

Ορισμός

cut glass
also cut-glass
Cut glass is glass that has patterns cut into its surface.
...a cut-glass bowl.
N-UNCOUNT: oft N n

Βικιπαίδεια

Wet

Wet may refer to:

  • Moisture, the condition of containing liquid or being covered or saturated in liquid
  • Wetting (or wetness), a measure of how well a liquid sticks to a solid rather than forming a sphere on the surface

Wet or WET may also refer to:

Μετάφραση του &#39wet cut&#39 σε Ρωσικά